ακατανάλωτος

ακατανάλωτος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει καταναλωθεί ή δεν μπορεί να καταναλωθεί, να ξοδευτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + καταναλωτός < καταναλίσκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακατανάλωτος — η, ο αυτός που δεν καταναλώθηκε, δεν ξοδεύτηκε: Πολλά εμπορεύματα έμειναν ακατανάλωτα εκείνη τη χρονιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”